- ἔχρα
- ἔχρᾱ , χράω 1fall uponimperf ind act 3rd sgἔχρᾱ , χραύωscrapeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχράνατ' — ἐχρά̱νατο , χραίνω touch slightly aor ind mid 3rd sg (epic doric aeolic) ἐχρά̱νατε , χραίνω touch slightly aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχρας — ἔχρᾱς , χράω 1 fall upon imperf ind act 2nd sg ἔχρᾱς , χραύω scrape imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχραναν — ἔχρᾱναν , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχρανε — ἔχρᾱνε , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχρανεν — ἔχρᾱνεν , χραίνω touch slightly aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον … Dictionary of Greek